- φυσίωμα
- (I)-ώματος, τὸ, Α [φυσιῶ (II)]φυσική τάση, έμφυτη κλίση.————————(II)-ώματος, τὸ, Α [φυσιῶ (ΙΙ)]1. το να είναι κάτι γεμάτο αέρα, φυσίωσις* (Ι)2. μτφ. έπαρση, αλαζονεία, φούσκωμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φυσίωμα — natural tendency neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυσιωμάτων — φυσίωμα natural tendency neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)